- μυστρίζω
- [μυστρί]αλείφω με πηλό ή ασβεστοκονίαμα την επιφάνεια τοίχου χρησιμοποιώντας μυστρί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυστρίζω — μύστρισα, μυστρίστηκα, μυστρισμένος, αλείφω το ασβεστοκονίαμα στον τοίχο με το μυστρί: Σε μια μέρα μύστρισαν όλους τους τοίχους της οικοδομής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μύστρισμα — το [μυστρίζω] η ενέργεια τού μυστρίζω … Dictionary of Greek